εκτρεπω

εκτρεπω
    ἐκτρέπω
    ἐκ-τρέπω
    ион. ἐκτράπω
    1) поворачивать
    

ἀσπίδας θύρσοισι ἐ. Eur. — поворачивать щиты перед тирсами, т.е. бежать от разъяренных вакханок;

    τὸ νῶτον ἐ. Plut. — обращать тыл, обращаться в бегство;
    ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός Arst. — выворачиваться наизнанку

    2) отводить
    

(τὸ ῥέεθρον ποταμοῦ Her.; τὸ ὕδωρ πρὸς τέν Μαντινικήν Thuc.)

    3) med. поворачивать(ся), обращаться
    

(ἀπό τινος ἐπί τι Plat., Plut.)

    ἐνταῦθ΄ ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο Xen. — повернув сюда, они сели;
    εἴκειν τῆς ὁδοῦ καὴ ἐ. Her. — уступать дорогу, сворачивая в сторону

    4) превращать, pass. превращаться, переходить
    

(ἥ ἀριστοκρατία εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπεῖσα Polyb.)

    5) отвращать, отклонять
    

(κακὰ или κότον εἴς τινα Aesch.; τὸ δυστυχὲς ἐς ἄλλον Eur.)

    ἐ. τέν αἰτίαν εἴς τινα Plut. — сваливать вину на кого-л.

    6) отклонять, отговаривать
    

(τινὰ δρῶντα Soph.)

    7) med. отступать, отказываться
    

(τοῦ πρόσθεν λόγου Soph.)

    8) med. обходить стороной, уклоняться, избегать
    

(τὸ ἔλεγχον Polyb.)

    ἐκτρέπεταί με ἀπαντῶν Dem. — он избегает встречи со мной;
    ἐξετρέποντο κοὐκ ἐδόκουν ὁρᾶν με Arph. — они свернули в сторону и сделали вид, что не видят меня;
    ὀφθῆναι ἀνδράσιν ἐ. Anth. — быть нелюдимым (точнее стараться не попадаться людям на глаза)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "εκτρεπω" в других словарях:

  • ἐκτρέπω — turn out of the course pres subj act 1st sg ἐκτρέπω turn out of the course pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτρέπω — εκτρέπω, εξέτρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… …   Dictionary of Greek

  • εκτρέπω — εξέτρεψα και έκτρεψα, εκτράπηκα, μτβ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι να βγει από τη θέση του ή την πορεία του, παρασύρω: Τα σιδερένια αντικείμενα εκτρέπουν τη μαγνητική βελόνα. 2. το μέσ., εκτρέπομαι παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. 3. μτφ., παρασύρομαι σε κάτι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκτρέπεσθον — ἐκτρέπω turn out of the course pres imperat mp 2nd dual ἐκτρέπω turn out of the course pres ind mp 3rd dual ἐκτρέπω turn out of the course pres ind mp 2nd dual ἐκτρέπω turn out of the course imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτετραμμένα — ἐκτρέπω turn out of the course perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐκτετραμμένᾱ , ἐκτρέπω turn out of the course perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐκτετραμμένᾱ , ἐκτρέπω turn out of the course perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτράπητε — ἐκτρέπω turn out of the course aor subj act 2nd pl ἐκτρέπω turn out of the course aor imperat pass 2nd pl ἐκτρέπω turn out of the course aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτρέπεσθε — ἐκτρέπω turn out of the course pres imperat mp 2nd pl ἐκτρέπω turn out of the course pres ind mp 2nd pl ἐκτρέπω turn out of the course imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτρέπῃ — ἐκτρέπω turn out of the course pres subj mp 2nd sg ἐκτρέπω turn out of the course pres ind mp 2nd sg ἐκτρέπω turn out of the course pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτρέψω — ἐκτρέπω turn out of the course aor subj act 1st sg ἐκτρέπω turn out of the course fut ind act 1st sg ἐκτρέπω turn out of the course aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτετραμμέναι — ἐκτρέπω turn out of the course perf part mp fem nom/voc pl ἐκτετραμμένᾱͅ , ἐκτρέπω turn out of the course perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»